Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυριόπλουτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μυριόπλουτος, επίθ.
  • Πάμπλουτος·
    • (εδώ μεταφ.) που έχει πλούτο χαρισμάτων:
      • δέσποινά μου μυριόπλουτε, μυριοχαριτωμένη (Λόγ. παρηγ. O 690).

[<μυριο‑ + ουσ. πλούτος. Η λ. στον Κουμαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες