Παράλληλη αναζήτηση
| 112 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυριο- [mirjo] & μυριό- [mirjó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μυρι- [miri] ή [mirj], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & μυριά- [miriá] (βλ. σημ. II) : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. (κυρ. λογοτ., λαϊκότρ.) με επιτατική λειτουργία, συχνά ισοδύναμο με το χιλιο- 1: 1. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι γίνεται πολλές, αναρίθμητες φορές η ενέργεια που εκφράζει το β' συνθετικό: ~αναστενάζω, ~επαινώ, ~ευχαριστώ, ~κατηγορώ· ~μπαλωμένος, ~χρωματισμένος· ~στόλιστος. 2. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει: α. πολλές, αναρίθμητες φορές το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: μυριόδεντρος, μυριόκλωνος, μυριόριζος. β. σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που συνεπάγεται ή εκφράζει το β' συνθετικό: μυριάκριβος, ~παράξενος, μυριόπλουτος. II. (λόγ., επιστ.) με τη σημασία του αναρίθμητος: μυριάνθρωπος, πολυάνθρωπος· (ζωολ.) μυριάποδα· μυριάμετρο, μέτρο μήκους που ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες μέτρα.
[μσν. μυρι(ο)- < θ. του αρχ. μύρι(οι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μυριο-δοξάζω, μυρι-ευχαριστώ, μυριο-κακότοιχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοαναρίθμητος, επίθ.· μυριαρίθμητος· μυριαρίφνητος· μυριοαρίθμητος.
-
- Αναρίθμητος:
- η Αίγυπτος γεμίζει ακρίδα μυριαρίφνητην και όλα τ’ αφανίζει (Χούμνου, Κοσμογ. 2380).
[<μυριο‑ + επίθ. αναρίθμητος. Ο τ. μυριαρίθμ‑ στο Steph.]
- Αναρίθμητος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοαναστενάζω· μυριαναστενάζω.
-
- Αναστενάζω άπειρες φορές:
- μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τά 'κούσαν (Απόκοπ. 222).
[<μυριο‑ + αναστενάζω]
- Αναστενάζω άπειρες φορές:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοανθισμένος, μτχ. επίθ.
-
- 1)
- α) Που έβγαλε πολλά άνθη:
- λουλούδια … μυριοανθισμένα (Ιμπ. 655)·
- β) γεμάτος λουλούδια:
- λιβάδιν … μυριοανθισμένον (Λίβ. (Lamb.) N 191).
- α) Που έβγαλε πολλά άνθη:
- 2) (Προκ. για κρασί) που μυρίζει σαν ανθισμένο λουλούδι:
- (Κρασοπ. S 25).
[<μυριο‑ + μτχ. παρκ. του ανθίζω]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοανθογεμισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Γεμάτος με πολλά άνθη:
- δενδροαποσκίασμα … μυριοανθογεμισμένον (Λίβ. Sc. 2231).
[<μυριο‑ + ουσ. άνθη + μτχ. παρκ. του γεμίζω]
- Γεμάτος με πολλά άνθη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοανθογραμμισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με πολλά άνθη:
- δένδρου αποσκίασμαν μυριοανθογραμμισμένον (Λίβ. P 2290).
[<μυριο‑ + ουσ. άνθη + μτχ. παρκ. του γραμμίζω]
- Στολισμένος με πολλά άνθη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοαρίθμητος, επίθ.,
- βλ. μυριοαναρίθμητος.
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοασβολωμένος, μτχ. επίθ.· μυριασβολωμένος.
-
- Καταραμένος άπειρες φορές:
- Ο φθόνος … ο μυριοασβολωμένος (Ριμ. Βελ. ρ 114).
[<μυριο‑ + μτχ. παρκ. του ασβολώνω]
- Καταραμένος άπειρες φορές:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοατυχισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Ελεεινός, τρισάθλιος:
- κακόφωνε, μυριοατυχισμένη (ενν. κορώνη) (Πουλολ. 428).
[<μυριο‑ + μτχ. παρκ. του ατυχίζω]
- Ελεεινός, τρισάθλιος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοβλασφημώ.
-
- Αναθεματίζω, καταριέμαι υπερβολικά:
- (Λόγ. παρηγ. O 628).
[<μυριο‑ + βλασφημώ]
- Αναθεματίζω, καταριέμαι υπερβολικά:



