Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυριάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυριάς η· μυριάδα.
  • α) Ο αριθμός δέκα χιλιάδες:
    • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 599
  • β) (συνεκδ.) αναρίθμητο πλήθος:
    • (Διγ. Z 1106), (Βίος Αλ. 2778).
  • Η λ. ως επίθ. (η χρ. ήδη αρχ.) = αναρίθμητος:
    • (Διγ. Z 3172), (Πεντ. Δευτ. XXXIII 2).

[αρχ. ουσ. μυριάς. Ο τ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μυριασβολωμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. μυριοασβολωμένος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες