Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυριάκριβος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυριάκριβος, επίθ.
  • Πολυαγαπημένος, ακριβός:
    • φίλε μου μυριάκριβε (Θησ. Έ [365]).

[<μυριο‑ + επίθ. ακριβός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυριάκριβος -η -ο [mirjákrivos] Ε5 : (συναισθ.) πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος: Mυριάκριβη θυγατέρα.

[μυρι(ο)- + ακριβ(ός)2 -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες