Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρεψός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μυρεψός ο· μυροψίος· μυροψός.
  • Αρωματοποιός· μυροπώλης και γενικ. αυτός που πουλά αρωματικά είδη ή φαρμακευτικά προϊόντα:
    • (Μυστ. 532), (Βακτ. αρχιερ. 140
    • λάδιν δεν έχουν και οι μυροψοί εσφαλίσαν (Μαχ. 26416).

[αρχ. ουσ. μυρεψός. Ο τ. ‑οψός σε επιγρ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες