Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυρίκη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μυρίκη η, (Ιατροσόφ. 822μυρίχη, (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1860 κριτ. υπ).
— Πβ. και μυριχέα.

[αρχ. ουσ. μυρίκη. Πβ. λ. αρμυρίχη ιδιωμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go