Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυξώδης, επίθ.
-
- Που μοιάζει ή είναι γεμάτος με μύξα, γλοιώδης:
- τούτο γαρ (ενν. το καθαρτικόν) εκτινάξει πάσαν την εγκειμένην αυτῴ (ενν. τῳ ιέρακι) παχύτητα και μυξώδη υγρότητα (Ιερακοσ. 38920).
[αρχ. επίθ. μυξώδης. Η λ. και σήμ.]
- Που μοιάζει ή είναι γεμάτος με μύξα, γλοιώδης:



