Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυλοκόπι το [milokópi] Ο44 : είδος ψαριού με σκουρόχρωμη ράχη, ανοιχτόχρωμη κοιλιά, λοξές κυματιστές γραμμές στα πλευρά και έναν κοντόχοντρο θύσανο κάτω από το σαγόνι.
[ελνστ. μυλοκόπιον υποκορ. του μυλοκόπος]



