Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυκτηρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυκτηρισμός ο [miktirizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυκτηρίζω.

[λόγ. < ελνστ. μυκτηρισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες