Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυθολόγος ο.
-
- 1) Αυτός που αφηγείται μύθους, ιστορίες, (πλανόδιος) ραψωδός:
- (Ριμ. Βελ. ρ 73).
- 2) Αυτός που περιγράφει φανταστικά πράγματα ή ιστορίες, ψεύτης, «παραμυθάς»:
- είσαι μεγαλόφρονος και … μυθολόγος (Σπαν. (Ζώρ.) V 395).
[<αρχ. ουσ. μυθολόγος]
- 1) Αυτός που αφηγείται μύθους, ιστορίες, (πλανόδιος) ραψωδός:



