Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυθολογώ.
-
- 1) Διηγούμαι φανταστικές, ψεύτικες ιστορίες:
- Ω, πώς μυθολογάς πολλά κι όνειρα λες καθάρια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [683]).
- 2) Φλυαρώ, επαναλαμβάνω πολλά και κενά λόγια:
- όταν τον δοξολογείς (ενν. τον Θεόν) …, μηδέ μυθολογάς ώσπερ οι Έλληνες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 363r).
[<αρχ. μυθολογέω. Τ. ‑θουλου‑ σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Διηγούμαι φανταστικές, ψεύτικες ιστορίες:



