Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυθολογία η [miθolojía] Ο25 : 1α. το σύνολο των μύθων και των παραδό σεων ενός λαού: Iνδική / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή / αιγυπτιακή ~. Θεοί και ήρωες της μυθολογίας. β. η επιστήμη που ασχολείται με τους μύθους, ιδίως με την προέλευση, την εξέλιξη και την ερμηνεία τους: Mάθημα μυθολογίας. || βιβλίο μυθολογίας: H ~ του Ρισπέν. 2. (μτφ.) για σύνολο από φανταστικές ή ανακριβείς απόψεις για κπ. ή για κτ.: Mια ολόκληρη ~ αναπτύχθηκε γύρω από το σεξ.
[λόγ. < γαλλ. mythologie (στη νέα σημ.) < λατ. mytho logiae < αρχ. μυθολογία `ιστορία μυθικών καταστάσεων, διήγηση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυθολογία η.
-
- Το να λέει κανείς ψέματα· (συνεκδ.) ψέμα:
- Αυτά 'ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες, … ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες (Γαδ. διήγ. 350).
[αρχ. ουσ. μυθολογία. Η λ. και σήμ.]
- Το να λέει κανείς ψέματα· (συνεκδ.) ψέμα: