Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυθικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυθικός, επίθ.
  • 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στους μύθους:
    • (Πόλ. Τρωάδ. 4298).
  • 2) Φανταστικός:
    • πλάσματα … μυθικά (Γλυκά, Στ. 4).
  • Το ουδ. ως ουσ. = παραμύθι:
    • είχα γράψει μυθικά (Ροδολ. Αφ. 54).

[αρχ. επίθ. μυθικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυθικός -ή -ό [miθikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε μύθο: Mυθική παράδοση / προσωπικότητα. Mυθικό πρόσωπο. Ο Hρακλής, ο Θησέας και άλλοι μυθικοί ήρωες. Mυθικοί χρόνοι ή μυθική εποχή / περίοδος, εποχή της προϊστορίας κατά την οποία τα ιστορικά γεγονότα συγχέονται ακόμα με τους μύθους. β. (σπάν.) μυθολογικός. 2. που είναι πολύ μεγάλος, ώστε να ξεπερνά τα όρια του συνηθισμένου· μυθώδης: Mυθικά πλούτη.

[λόγ. < αρχ. μυθικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go