Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυελώδης, επίθ.
-
- Που αποτελείται από την παχύρρευστη ουσία του μυαλού:
- τα σαρκώδη και μυελώδη της κεφαλής (Ιερακοσ. 5069).
[αρχ. επίθ. μυελώδης]
- Που αποτελείται από την παχύρρευστη ουσία του μυαλού:



