Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυελός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυελός ο [mielós] Ο17 : (ανατ.) ~ των οστών, η μαλακή και πυκνόρρευστη ουσία που βρίσκεται στο εσωτερικό των κοίλων οστών· μεδούλι: Nωτιαίος* ~. Προμήκης* ~.

[λόγ. < αρχ. μυελός]

[Λεξικό Κριαρά]
μυελός ο.
— Βλ. και μυαλός.
  • 1)
    • α) Εγκέφαλος, μυαλό:
      • (Συναξ. γαδ. 353
    • β) (μεταφ.) νους:
      • ο μυελός τους δεν 'ξίζει τέσσαρα δράμια χώμα (Αιτωλ., Μύθ. 116).
  • 2) (Συνεκδ.) άνθρωπος που έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης:
    • εκείνος είναι ένας μυελός … ανάποδος (Μπερτολδίνος 147).
  • 3) Μεδούλι· (εδώ στον πληθ. μεταφ. προκ. για τα βάθη της ψυχής, τα «σωθικά»):
    • ούπερ η τελευτή ήψατό μου μέχρις οστών και μυελών (Notizb. 15176).

[αρχ. ουσ. μυελός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες