Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυδραλιοβόλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυδραλιοβόλο το [miδraliovólo] Ο39 : είδος βαριού πολυβόλου.

[λόγ. μυδράλι(ον) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. γαλλ. mitrailleuse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go