Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυαλωμένος -η -ο [mnaloménos] Ε3 : (για πρόσ.) λογικός, συνετός. ANT άμυαλος: Είναι ~ άνθρωπος. Mου φαίνεται μυαλωμένη γυναίκα.
μυαλωμένα ΕΠIΡΡ. [μυαλ(ό) -ωμένος]



