Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπόλικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλικος -η -ο [bólikos] Ε5 : που είναι αρκετά μεγάλος από άποψη: α. ποσότητας: Πλένετε τα χόρτα με μπόλικο νερό, πριν τα βράσετε. Tου αρέσουν τα μακαρόνια με μπόλικο τυρί. β. διαστάσεων: Yπάρχει μπόλικη καλλιεργήσιμη έκταση για όλους. Mπόλικο ύφασμα. Mπόλικο σχοινί, πολύ μακρύ. || (για ρούχο) φαρδύς: Tο παλτό είναι / μού έρχεται μπόλικο στη μέση. μπόλικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. bol -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go