Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπροστέλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπροστέλα η [brostéla] & μπροστινέλα η [brostinéla] Ο25α : (παρωχ.) ποδιά ή σαλιαρίστρα.

[μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka `ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]

[Λεξικό Κριαρά]
μπροστέλα η,
βλ. εμπροστέλα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες