Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπριγιάν το [briján] Ο (άκλ.) & μπριγιάντι το [brijánti & brijándi] Ο44 : πολύτιμος λίθος, ιδίως διαμάντι, κατεργασμένος έτσι, ώστε να έχει πολυεδρικό σχήμα με πολλές ακμές: Δαχτυλίδι με ~.
[λόγ. < γαλλ. brillant· μορφολ. και φωνολ. προσαρμ. κατά το μπριλάντι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπριγιαντίνη η [brijantíni] Ο30α : αρωματική ουσία, λιπαρή ή ελαιώδης, που την έβαζαν στα μαλλιά για να γυαλίζουν και να στρώνουν.
[λόγ. < γαλλ. brillantin(e) -η]



