Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπρελόκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρελόκ το [brelók] Ο (άκλ.) : ειδική κατασκευή μικρού μεγέθους για κλειδιά· (πρβ. κλειδοθήκη): Ξέχασε το ~ στο σπίτι του με όλα τα κλειδιά.

[λόγ. < γαλλ. breloque]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες