Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπρατσαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρατσαράς ο [bratsarás] Ο1 θηλ. μπρατσαρού [bratsarú] Ο37 : (προφ.) ο μπρατσωμένος άνθρωπος: Στην είσοδο του μπαρ είχαν βάλει δυο μπρατσαράδες για να διώχνουν τους ανεπιθύμητους πελάτες.

[μπράτσ(ο) -αράς· μπρατσαρ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες