Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρίο το [brío] Ο (άκλ.) : μεγάλη ζωτικότητα και κέφι στην εκτέλεση ορισμένων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων: Xορεύει / τραγουδάει με ~. Πολλά οφείλει η παράσταση στο ~ της πρωταγωνίστριας.
[ιταλ. brio]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπρίο το,
- βλ. μπρίο(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
- μπρίο(ν) το· πρίο(ν).
-
- (Ναυτ.) είδος σκοινιού:
- γρατίλια … του μπρίου οδι’ άρμενα δύο (Καραβ. 4948).
[πιθ. σχετ. με το ουσ. μπριόλιν (βλ. ά.)]
- (Ναυτ.) είδος σκοινιού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπριόζικος -η -ο [briózikos] Ε5 : που ταιριάζει στον μπριόζο: Mπριόζικη συμπεριφορά.
μπριόζικα ΕΠIΡΡ. [μπριόζ(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπριόζος -α -ο [briózos] Ε4 : που έχει μπρίο: Mπριόζα τραγουδίστρια. || (ως ουσ.).
[ιταλ. brioso -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπριόλιν το.
-
— Πβ. και μπριόλιος και μπριόλος ή μπριόλο.
- (Ναυτ.) σκοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή των ιστίων του καραβιού, συστολέας:
- μπριόλιν οδιά την πρώτην χείραν της μπουνέττας (Καραβ. 5043).
[<ιταλ. broglio· πβ. και ισπ. briol. Τ. μπρούλι σήμ.]
- (Ναυτ.) σκοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή των ιστίων του καραβιού, συστολέας:
[Λεξικό Κριαρά]
- μπριόλιος ο· πριόλιος.
-
— Πβ. και μπριόλιν και μπριόλος ή μπριόλο.
- (Ναυτ.) μπριόλιν (βλ. ά.):
- (Καραβ. 49417).
[<ιταλ. broglio]
- (Ναυτ.) μπριόλιν (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]



