Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπράτσα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μπράτσα η· πράτσα.
  • (Ναυτ.) είδος σκοινιού που συγκρατεί τον κερουλκό:
    • μπρίο και μπράτσα των μπρατσών (Καραβ. 5011).

[<παλαιότ. βεν. braza]

[Λεξικό Κριαρά]
μπρατσάδα η.
  • Είδος ασπίδας:
    • (Φορτουν. Γ́ 11).

[<βεν. brazzada. Η λ. στο Meursius (λ. μπράτζος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρατσαράς ο [bratsarás] Ο1 θηλ. μπρατσαρού [bratsarú] Ο37 : (προφ.) ο μπρατσωμένος άνθρωπος: Στην είσοδο του μπαρ είχαν βάλει δυο μπρατσαράδες για να διώχνουν τους ανεπιθύμητους πελάτες.

[μπράτσ(ο) -αράς· μπρατσαρ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες