Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούφος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούφος ο [búfos] Ο18 : 1. γενική ονομασία νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών που συγγενεύουν με την κουκουβάγια. 2. (οικ., για πρόσ.) βλάκας, ανόητος: Πού να καταλάβει αυτός ο ~!

[ιταλ. (διαλεκτ.) bufo (πρβ. μσν. βούφος < ιταλ. bufo, το νεοελλ. είναι αναδαν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπούφος ο,
βλ. βούφος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go