Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούστος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούστος ο [bústos] Ο18 & μπούστο το [bústo] Ο39 : το πάνω τμήμα του ανθρώπινου σώματος από τους ώμους ως τη μέση. α. τμήμα γυναικείου ρούχου που καλύπτει αυτό το μέρος του σώματος· κορσάζ. β. προτομή ως το στήθος. μπουστάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. α.

[ιταλ. busto & ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go