Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούμπουρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούμπουρας ο [búburas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : είδος άγριας μέλισσας.

[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. βομβυλιός (αρχική προφ. [bombul] ) ίδ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go