Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούλα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μπούλα η.
  • Γυναίκα με το πρόσωπο σκεπασμένο·
    • (εδώ) Τουρκάλα (πβ. αλβ. bullë, βουλγαρικό bula):
      • επίασαν οι Τούρκοι μία μπούλα πόρνα … και την επόμπεψαν (Συναδ. φ. 69v).

[πιθ. <ουσ. μπαμπούλα (ιδιωμ., καθώς και τ. ‑άλα, Πάγκ. Β́ 200, κ.ά.· πβ. και μπαμπούλας) με ανομοιωτική αποβολή. Κατά Κ. Μηνά σχετ. με το ουσ. μπόλια. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go