Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούκλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούκλα η [búkla] Ο25α : τούφα από κατσαρά μαλλιά: Έσπρωξε με το χέρι μια ~ που έπεφτε στο μέτωπό της. Οι μπούκλες των μαλλιών πέφτουν στους ώμους της. μπουκλάκι το YΠΟKΟΡ. μπουκλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. bucl(e) ή μέσω του βεν. bucola με συγκ. του άτ. [o] (διαφ. το μσν. μπούκλα, βούκλα `δοχείο κρασιού, αγκράφα΄ από την ίδ. γαλλ. λ.)· μπού κλ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπούκλα η· πούκλα.
  • 1)
    • α) Πόρπη:
      • χλαμύδα … περί τον δεξιόν ώμον μετά … πούκλας ησφαλισμένην (Παράφρ. Χων. 142
    • β) ?σύνδεσμος των δύο τμημάτων της ίγκλας:
      • Το δικαίωμαν των πούκλων και των σέλλων (Ασσίζ. 24018).
  • 2) Ξύλινο δοχείο κρασιού:
    • (Κρασοπ. Ι 172).

[<μεσν. λατ. buc(c)ula ή <γαλλ. boucle. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Τ. βού‑ (Meursius, LBG), εμπού‑, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και κοιν. με διαφορ. σημασ. Πβ. και βουτλώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες