Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούγιο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούγιο το [bújo] Ο39 : 1. πολύ μεγάλος όγκος. 2. αναβρασμός, αναστάτωση, οχλαγωγία. 3. κοσμοσυρροή. (έκφρ.) κάνω ~, δημιουργώ την εντύπωση ότι υπάρχει μεγάλος όγκος ή μεγάλο πλήθος: Δεν ήταν πολλοί αλλά με τις φωνές τους κάνανε ~.

[ίσως ιταλ. buio `έλλειψη φωτός, σκοτεινιά΄ στη σημ. `σύγχυση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουγιουρντί το [bujurdí] Ο43 : 1. (ιστ.) έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 2. (οικ.) επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: Mου ΄ρθε το ~ της εφορίας.

[τουρκ. buyurdι γ' εν. του ρ. buyur `διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu `επίσημη γραπτή διαταγή΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουγιουρουλντί το· πουγιουρουλτί(ν)· πουρουλτίν.
  • Διάταγμα, έγγραφο που εκδίδει ο μεγάλος βεζίρης, ο ντεφτερντάρης, ο μπεϊλέρμπεης ή άλλος ανώτατος αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιέχει μια διαταγή:
    • πουγιουρουλτιά διά τους εσκκιάδες (Ιστ. Μαρκ. 245).

[<τουρκ. buyuruldı (πβ. buyrultu). Λ. μπουγιουρντί (<buyurdı) σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες