Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρνέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουρνέλα η [burnéla] Ο25α : (σπάν.) 1. δαμάσκηνο. 2. κορόμηλο.

[ιταλ. brunella με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες