Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρμπουλήθρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουρμπουλήθρα η [burbulíθra] Ο25α : 1. η φυσαλίδα. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) λόγια χωρίς σοβαρό περιεχόμενο· σαχλαμάρες: Άσε τις μπουρμπουλήθρες και μίλα σοβαρά.

[μπούρμπουλ(ας) (ίδ. σημ.) -ήθρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες