Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρλέσκ το [burlésk] Ο (άκλ.) : κωμική μίμηση μιας σοβαρής λογοτεχνικής ή καλλιτεχνικής μορφής, κατά την οποία το σοβαρό αντιμετωπίζε ται με ελαφρότητα και το επιπόλαιο με σοβαρότητα. || (ως επίθ.): ~ λογο τεχνία. ~ θέαμα.
[λόγ. < γαλλ. burlesque (ορθογρ. δαν.) < ιταλ. burlesco]