Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρδελιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουρδελιάρης ο [burδeláris] Ο11 : (λαϊκ., μειωτ.) άντρας που συχνάζει σε μπορντέλα.

[μπουρδέλ(ο) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες