Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουνταλάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουνταλάς ο [budalás] Ο1 θηλ. μπουνταλού [budalú] Ο37 : (οικ.) για άνθρωπο αφελή, κουτό, ανόητο: Tον βρήκε μπουνταλά και τον ξεγέλασε.

[τουρκ. budala -ς· μπουνταλ(άς) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go