Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουλούκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουλούκι το [bulúki] Ο44 : 1α. ασύντακτη ομάδα ανθρώπων: Ένα ~ γυναικόπαιδα / τουριστών. Mπουλούκια μπουλούκια οι μαθητές έφταναν στο σχολείο. β. παλαιότερα, θίασος που περιόδευε στην επαρχία: Aπό τα μπουλούκια προήλθαν πολλοί μεγάλοι ηθοποιοί του θεάτρου. 2. μικρό τμήμα άτακτου στρατού στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: Δεν ήταν ένα ή δύο μπουλούκια αλλά ολόκληρο ασκέρι.

[αλβ. buluk < τουρκ. bölük `στρατιωτικό απόσπασμα (ατάκτων)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go