Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκλέριν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπουκλέριν το· πουκλέριν.
  • Ασπίδα:
    • εκράτεν σπαθίν και πουκλέριν (Βουστρ. 1022).

[<παλαιότ. γαλλ. boucler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες