Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκλέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουκλέ [buklé] Ε (άκλ.) : που μοιάζει με μπούκλες: Πλεκτό από ~ μαλλί. || (ως ουσ.): Φορούσε ένα ωραίο ~.

[μπούκλ(α) -έ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουκλέριν το· πουκλέριν.
  • Ασπίδα:
    • εκράτεν σπαθίν και πουκλέριν (Βουστρ. 1022).

[<παλαιότ. γαλλ. boucler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες