Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουκέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουκέτο το [bukéto] Ο39 : 1. μάτσο από λουλούδια συνήθ. μικρού μήκους· ανθοδέσμη: Ένα ~ ανεμώνες. 2. (μτφ.) για σύνολο από πρόσωπα, ιδίως κορίτσια, ή πράγματα πολύ όμορφα. 3. (μτφ., λαϊκ.) ξυλοδαρμός: Έφαγε ένα ~ και ησύχασε. μπουκετάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. bouquet -ο (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go