Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουζουριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουζουριάζω [buzurjázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) 1. συλλαμβάνω και φυλακίζω κπ. 2. (σπάν.) τρώω.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες