Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουζουξίδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουζουξίδικο το [buzuksíδiko] Ο41 : κέντρο διασκέδασης με λαϊκή ορχήστρα· μπουζούκια: Ξοδεύει πολλά στα μπουζουξίδικα.

[μπουζουξ(ής) -ίδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go