Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουγέλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουγέλο το [bujélo] Ο39 : 1. (λαϊκότρ.) ο κουβάς. 2. κατάβρεγμα κάποιου με νερό: Tα παιδιά στην αυλή παίζουν / κάνουν ~.

[ιταλ. (διαλεκτ.) *buiello (πρβ. βεν. bugiol `μικρό δοχείο για ποτά΄, ιταλ. bugliolo (ναυτ. όρος) `κάδος από ξύλινες λουρίδες΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go