Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουάτ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουάτ η [buát] Ο (άκλ.) : μικρό νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με ζωντανή μουσική.

[λόγ. < γαλλ. boîte de nuit, boîte `κέντρο διασκέδασης που λειτουργεί τη νύχτα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουάτ το [buát] Ο (άκλ.) : μικρό κουτί, συνήθ. εντοιχισμένο, μέσα στο οποίο γίνεται η διακλάδωση των καλωδίων της ηλεκτρικής εγκατάστασης.

[γαλλ. boîte (θηλ.) ουδ. κατά το κουτί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go