Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μποτιλιάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποτιλιάρω [botiláro] -ομαι Ρ6 : 1. προκαλώ κυκλοφοριακή συμφόρηση: Mποτιλιαριστήκαμε στην Tσιμισκή και γι΄ αυτό καθυστερήσαμε. 2. συσκευάζω υγρό μέσα σε μπουκάλι: Tο κρασί μποτιλιάρεται και στη συνέχεια συσκευάζεται σε κουτιά.

[μποτίλι(α) -άρω μτφρδ. γαλλ. embouteiller]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go