Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπορετός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μπορετός, επίθ.,
βλ. ημπορετός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορετός -ή -ό [boretós] Ε1 : (λογοτ.) δυνατός, κατορθωτός: Είναι μπορετό κτ., είναι δυνατό να γίνει.

[μσν. μπορετός < εμπορετός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπορε- (εμπορώ > μπορώ) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες