Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπομπάρδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.

[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]

[Λεξικό Κριαρά]
μπομπάρδα η· βομβάρδα· βουμπάρδα· μπουμπάρδα· μπουπάρδα· πομπάρδα· πουμπάρδα· πουμπάρτα· πουπάρδα.
— Βλ. και λομπάρδα.
  • α) Είδος τηλεβόλου:
    • των μεγίστων βουμπάρδων αι πέτραι τον … πύργον … θέλουν χαλάσειν (Καναν. 101
    • μπουμπάρδες των κατέργων (Αχέλ. 2453
  • β) (συνεκδ.) προκ. για τη βολή ή το βλήμα του όπλου:
    • εσύραν από την Αμόχουστον μίαν πουμπάρδαν και επήρεν το μερίν του Καζισέστα (Μαχ. 62023).

[<ιταλ. bombarda. Ο τ. βου‑ στο Du Cange. Τ. ‑μβ‑ στο Meursius. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ. Ο τ. που‑ (<προβ. boumbarda) στο Du Cange, ό.π. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange, ό.π. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπομπαρδάρης ο· μπουμπαρδάρης· μπουπαρδάρης.
  • Πυροβολητής, κανονιέρης:
    • οι μπουμπαρδάροι τρέχουσι, λουμπάρδες να κινήσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32321).

[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες