Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπογιάτισμα το [bojátizma] & μπογιάντισμα το [bojádizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπογιατίζω.
[μπογιατισ-, μπογιαντισ- (μπογιατίζω, μπογιαντίζω) -μα]



