Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπογαλάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπογαλάκι το [boγalákí] Ο44α : 1. μικρός μπόγος: Ένα ~ ρούχα. 2. (πληθ.) τα προσωπικά αντικείμενα, οι αποσκευές κάποιου: Πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε από το σπίτι.

[μπόγ(ος) -αλάκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go