Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπογάζι το· μπουγάζι· πουγάζι.
-
- (Ναυτ.) στενό θαλάσσιο πέρασμα:
- εις τα δύο … μπουγάζια σεβαίνουσι πολλά καράβια (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 261).
[<τουρκ. boğaz. Ο τ. μπου‑ και η λ. στο Somav. (λ. μπου‑) και σήμ.]
- (Ναυτ.) στενό θαλάσσιο πέρασμα:



