Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μποά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποά το [boá] Ο (άκλ.) : στενόμακρο κομμάτι από γούνα ή φτερά που το φορούσαν πάνω από τους ώμους οι γυναίκες σε εντυπωσιακό επίσημο ντύσιμο.

[λόγ. < γαλλ. boa (από το όν. του φιδιού βόας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go