Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποά το [boá] Ο (άκλ.) : στενόμακρο κομμάτι από γούνα ή φτερά που το φορούσαν πάνω από τους ώμους οι γυναίκες σε εντυπωσιακό επίσημο ντύσιμο.
[λόγ. < γαλλ. boa (από το όν. του φιδιού βόας)]



